στύπα

στύπα
και στύπη, η, Ν
βοτ. βλ. στίπα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στίπα — και στύπα και στίπη και στύπη, η, Ν βοτ. κοσμοπολίτικο γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια αγρωστώδη τής τάξης ποώδη και περιλαμβάνει 150 περίπου είδη πολυετών ή, σπάνια, μονοετών ποωδών φυτών που απαντούν στις… …   Dictionary of Greek

  • στύπη — (I) η, Ν βοτ. βλ. στύπα. (II) ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «στύπος». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. στύπος (Ι) κατά τα θηλ.] …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • στέπα — Παλιά γραφή της λέξης στέππα. Κοινωνία ποωδών φυτών, διαδομένη στις θερμές (ειδικά υποτροπικές) εύκρατες και ψυχρές περιοχές, που έχουν λίγες βροχές. Ο όρος προέρχεται από το ρωσικό stepii, που σημαίνει έρημος, με την έννοια του εδάφους που δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”